Ο Ηράκλειτος είπε: παιδός η βασιλεία.

«Τί άλλο ενσαρκώνει ένα παιδί, παρά την ελπίδα, τη συμπυκνωμένη δύναμη του σπόρου, την προσδοκία για ένα καλύτερο αύριο, την αθωότητα, τον ενθουσιασμό, την ατελείωτη ευχαρίστηση του παιχνιδιού, την ακούραστη θέληση να ξαναρχίζει από την αρχή, την ασυννέφιαστη χαρά, τον αχαλίνωτο γεμάτο χαρταετούς ουρανό;

Τί άλλο ενσαρκώνει ένα παιδί, παρά την τόλμη, την πίστη στο αδύνατο, την αμφισβήτηση όλων των μορφών εξουσίας, την υπαρξιακή αγωνία για το νόημα της ζωής και του θανάτου, την αναζήτηση ταυτότητας, το ξύπνημα της σεξουαλικότητας, την παθιασμένη επιδίωξη της ομορφιάς;»

Και μου φαντάζει τόσο συναρπαστικό για εσάς τους εκπαιδευτικούς, να μπορεί ο κάθε μαθητής σας, να σας συμπεριλάβει στον υπέροχο κόσμο του. Να έχετε καθημερινά την ευκαιρία να επηρεάσετε τον αυριανό ενήλικο…

Όλα τα παραπάνω για την παιδικότητα μοιάζουν ωστόσο τόσο αντιφατικά, όταν αναμετρώνται με την έννοια της κρίσης, της αποδιοργάνωσης, της φτώχειας, του κοινωνικού αποκλεισμού, της απαξίωσης…

Και καλούμαστε όλοι εν μέσω κρίσης να κάνουμε ένα άλμα προς τα εμπρός. Και να ονειρευτούμε. Άλλωστε κανείς ποτέ δεν έκανε όνειρα, δίχως να δει και εφιάλτες…

Δε γνωρίζω αν είναι αρκετό σήμερα να περιγράψουμε την κρίση και να προτείνουμε λύσεις. Με αποστόμωσε προ ημερών μία θεραπευόμενή μου, που μάλλον την κούρασα με τις ερμηνείες μου: «οι πληγωμένοι άνθρωποι δε θέλουν εξηγήσεις, αγκαλιά θέλουν…».

Καλούμαι λοιπόν να κάνω σήμερα αναφορές κι ερμηνείες για τα παιδιά του γέλιου, της ελπίδας και του ενθουσιασμού, που γεννήθηκαν σε περίοδο κρίσης και να τα αποκαλέσω, καταχρηστικά ίσως, «παιδιά της κρίσης». Τη στιγμή που όλοι γνωρίζουμε πως η ζωή των παιδιών αρκείται σε αυτό που μία παιδοψυχίατρος περιγράφει: «Ένα καλημέρα με χαμόγελο, μια καληνύχτα με αγκαλιά, ένα μπράβο κι ένα σ’ αγαπώ γι΄ αυτό που είσαι, θέλει το παιδί για να ανθίσει…».

Η χαμένη όμως παιδικότητα εμάς των ενηλίκων, μας υποχρεώνει να περιγράψουμε με εργαλείο τη λογική τη σύγχρονη πραγματικότητα.

Τα τελευταία έξι χρόνια η ελληνική κοινωνία παλεύει να αντιμετωπίσει τις οδυνηρές επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης σε πολλαπλά επίπεδα. Οι συνέπειες της κρίσης αποσυντονίζουν κι αποδιοργανώνουν συναισθηματικά και ψυχικά την ανθρώπινή υπόσταση.

Οι αρνητικές κι απότομες αλλαγές που βιώνει η κοινωνία ολόκληρη, αλλά κι ο καθένας χωριστά σαν μονάδα, επηρεάζουν τις συμπεριφορές, τις αντιλήψεις, αλλά και τις αξίες της ζωής.

Η δεινή οικονομική κρίση υποβάθμισε αισθητά το βιοτικό επίπεδο της ελληνικής οικογένειας και καταρράκωσε την πνευματική, ψυχολογική και σωματική υγεία πολλών Ελλήνων.

Η κοινωνία, όχι μόνο αποδιοργανώνεται, αλλά και συνθλίβεται από μία κατάσταση που δε φαίνεται να είναι παροδική. Οι ψυχοπιεστικές εκφάνσεις της κρίσης, σε συνδυασμό με τους οικονομικούς δείκτες που παρουσιάζουν αύξηση της ανεργίας, της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, ισοπεδώνουν οποιαδήποτε διάθεση για ανάκαμψη κι αναγέννηση, κοινωνική και προσωπική.

Οι πολιτικές που εφαρμόζονται πλήττουν και καταπνίγουν κυρίως τα μεσαία και χαμηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα, οδηγώντας όλο και περισσότερους ανθρώπους σε εξαθλίωση και σε ένα αναξιοπρεπή τρόπο διαβίωσης..

Το γενικευμένο αίσθημα αβεβαιότητας, ανασφάλειας κι αβοήθητου της εποχής, μας επηρεάζει καίρια τις κοινωνικές συμπεριφορές των ενηλίκων. Διαμορφώνεται με αυτό τον τρόπο ένα αρνητικό περιβάλλον για την ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη της ευπαθέστερης των κοινωνικών ομάδων, που είναι τα παιδιά και οι νέοι.

Τα παράγωγα της κρίσης συγκλονίζουν την ελληνική οικογένεια που προσπαθεί απεγνωσμένα να βρει τις ισορροπίες της και να επιπλεύσει με όσο το δυνατόν λιγότερες διαρροές. Η γονεϊκή ανεργία, η επιταχυνόμενη φτώχεια, η υπερχρέωση των νοικοκυριών, ο κοινωνικός αποκλεισμός ευπαθών ομάδων, η καταθλιπτική ατμόσφαιρα… επιβαρύνουν την ψυχική και σωματική υγεία ενηλίκων κι ανηλίκων κι αυξάνουν την ψυχιατρική νοσηρότητα.

Το οικογενειακό περιβάλλον αδυνατεί να προσφέρει την ασφάλεια και τη φροντίδα, που προσέφερε παλαιότερα. Η έλλειψη πολλές φορές των αναγκαίων αγαθών, οι έντονες ενδοοικογενειακές διενέξεις για οικονομικούς λόγους, οι περικοπές, η αναξιοπρεπής διαβίωση οδηγεί την οικογένεια σε αποδιοργάνωση και τέλμα. Οι εκρήξεις θυμού, ο πανικός και η αμηχανία κατακερματίζουν το οικογενειακό περιβάλλον κι ανατροφοδοτούν την ανασφάλεια και την απόγνωση… Η κοινωνία βρίσκεται σε κρίση και η οικογένεια, ως κεντρικός φορέας της διαταραχής, αποσταθεροποιείται και χάνει τη λειτουργικότητά της με τρόπο επώδυνο. Μέσα από την εσκεμμένη φτωχοποίηση, αυξάνονται οι κοινωνικές και μορφωτικές ανισότητες στην κοινωνία.

Τα παιδιά αφουγκράζονται την προβληματική της εποχής κι επηρεάζονται σημαντικά, καθώς δε ζουν σε μια μαγική γυάλα. Τα βασικά οικονομικά, κοινωνικά, αλλά και ψυχικά παράγωγα της κρίσης, φαντάζουν απειλητικά στα παιδικά μάτια. Σιωπηλά συναισθήματα οδύνης, οργής, αδιεξόδου, εγκατάλειψης ακόμα και κατάθλιψης συχνά αντικαθιστούν το κέφι, την χαρά και τον ενθουσιασμό. Είναι ανέφικτο να απομονώσουμε τα παιδιά από την πραγματικότητα. Ακόμα κι αν η δική τους οικογένεια δεν υφίσταται σημαντικά προβλήματα τα παιδιά και οι νέοι απορροφούν και εισπράττουν το ψυχολογικό κλίμα της κοινωνίας.

Τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας βιώνουν την οικονομική και κοινωνική κρίση σε μια ευαίσθητη ηλικία, όπου διαπραγματεύονται ζητήματα καταλυτικής σημασίας για το μέλλον τους, όπως την ψυχολογική τους ιδιοσυγκρασία, την κοινωνική τους ωρίμανση, τη διαμόρφωση του χαρακτήρα τους, την ψυχική τους ανθεκτικότητα, την κοσμοθεωρία τους…

Το πώς θα καταγραφεί βέβαια η κρίση στα μάτια τους, έγκειται στο πώς εμείς, γονείς, εκπαιδευτικοί και κοινωνία, θα την καθρεπτίσουμε σε εκείνα. Η στάση απέναντι στην κρίση με άλλα λόγια δεν είναι ενιαία. Εξαρτάται τις περισσότερες φορές από την προσωπική μας επένδυση απέναντι στις εξελίξεις και δεν έχει να κάνει ευθύγραμμα με την οικονομική δυσχέρεια. Ο τρόπος λοιπόν που εμείς βιώνουμε την κρίση έχει αντίκτυπο στα παιδιά, αφού εμείς αποτελούμε τα κύρια πρότυπα μίμησης και ταύτισης.

Θα πρέπει λοιπόν τα παιδιά να γνωρίζουν για την οικονομική κρίση και τις συνέπειες της; Τα παιδιά, πιστεύω, πως θα πρέπει να γνωρίζουν την πραγματικότητα, που δεν είναι σε καμία περίπτωση ροζ, αλλά παράλληλα να εμπνευστούν από το περιβάλλον τους, ώστε να την κάνουν πολύχρωμη. Η κρίση μπορεί να φέρνει οικονομική δυσπραγία, αλλά θα είναι πολύ κρίμα να φέρει και μιζέρια στη ζωή των παιδιών μας. Και αυτό θα είναι αποκλειστικά αποτέλεσμα της στάσης μας απέναντι στην κρίση. Τα παιδιά που οι γονείς και οι δάσκαλοί τους θα τους μιλήσουν για την οικονομική κρίση ειλικρινά, αλλά που θα τους μυήσουν κιόλας και σε ένα αξιακό σύστημα που θα έχει δημιουργικό και ευχαριστιακό βίωμα, θα έχουν κάνει ένα εμβόλιο ζωής, που θα τους προστατεύει σε όλη την υπόλοιπη ζωή τους. Και στον τομέα αυτό, όπως θα περιγράψουμε στη συνέχεια, έχει κεντρικό ρόλο να διαδραματίσει το σχολείο της προσχολικής και πρώτης σχολικής ηλικίας.

Αν οι νέοι άνθρωποι ανοίγονται με όρους ηττοπάθειας, τότε είναι σίγουρα καταδικασμένοι πριν ακόμη ξεκινήσουν. Αν τους περιβάλλουμε με λύπηση, τότε τους κλέβουμε τις δυνάμεις τους. Αν προσπαθούμε να τους συμπαρασταθούμε με βλέμμα συμπόνιας, τότε τους προσβάλλουμε. Τη δύναμη έχουν να την αντλήσουν από τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς τους, που δεν το βάζουν κάτω στις δικές τους δυσκολίες. Τη δύναμη θα την αντλούν από την επιθυμία τους να δημιουργήσουν. Από την πεποίθησή τους ότι τίποτα στη ζωή δεν πρόκειται να τους χαριστεί. Τότε εκείνοι οι νέοι που θα πραγματώσουν τις επιθυμίες τους, δεν θα ζητούν συμπαράσταση, αλλά θα δικαιούνται αναγνώριση και εκτίμηση.

Όποιος απογοητεύεται χάνει τη δυνατότητα να γοητεύει και να γοητεύεται, χάνει τη δυνατότητα της λαχτάρας της ζωής, που είναι κάτι παραπάνω από την καθημερινότητα και την επιβίωση. Και είναι κρίμα πραγματικά τα παιδιά να έρχονται σε επαφή με απογοητευμένους και παραιτημένους γονείς και δασκάλους.

Στον αντίποδα όλων αυτών των διαπιστώσεων, τα Μ.Μ.Ε. μεταδίδουν χωρίς μέτρο μηνύματα γεμάτα φόβο κι άγχος. Εικόνες εξαθλίωσης, καταθλιπτικές συμπεριφορές αυτοπαραίτησης, αυτοκαταστροφικότητα, αυτολύπηση, απόγνωση κι αδιέξοδο βομβαρδίζουν τους μικρούς και μεγάλους. Αντιστρόφως η αποφασιστικότητα, η δύναμη, η αλληλεγγύη, η ζωντάνια… ως συνειδητή στάση ζωής απουσιάζουν παντελώς από τα τηλεοπτικά προγράμματα. Τα παιδιά δεν πληγώνονται μόνο από τα δυσάρεστα γεγονότα, αλλά δευτερογενώς κι από την επαναλαμβανόμενη τηλεθέαση αυτών των γεγονότων.

Να επιμείνουμε λίγο στο σημείο αυτό. Να κάνουμε μία παύση στη σκέψη μας και να ερμηνεύσουμε σε ένα βαθύτερο πλαίσιο το συναίσθημα, που όλοι αποκομίζουμε από τις παρενέργειες της πολυεπίπεδης κρίσης. Δε μας στοιχίζουν φαντάζομαι ανεπανόρθωτα οι οικονομικότερες διακοπές του καλοκαιριού, ούτε η μείωση των μηνιαίων εισοδημάτων μας. Νιώθω ότι κυρίως μας βασανίζει ένα βαθύ αίσθημα αδικίας και χάνουμε όλο και περισσότερο την αίσθηση, ότι εμείς ορίζουμε τη ζωή μας. Μας τσαλακώνει μία αίσθηση ύπουλου πόνου, ενός παράπονου, ότι μας αδικούν. «Η αδικία που πληγώνει…», όπως αναλύει εύστοχα σε ένα βιβλίο του ένας σημαντικός ψυχοθεραπευτής.

«Η αίσθηση της αδικίας πληγώνει τον ψυχικό κόσμο, καταστρέφει την επιθυμία για ζωή, για χαρά, για συνάντηση με τους άλλους. Ορθώνει ένα κάστρο για να προστατεύσει, αλλά τελικώς φυλακίζει την ύπαρξη. Η αίσθηση της αδικίας είναι βαρίδι που δεν επιτρέπει την ελευθερία του πετάγματος. Είναι άγκυρα που καθηλώνει στη σιγουριά της αυτοδικαίωσης και δεν επιτρέπει το άνοιγμα στο πέλαγος της ζωής. Είναι κελί απομόνωσης που μας κρατά δέσμιους της πίκρας και της απογοήτευσης. Η πίκρα από την αδικία απαγορεύει κάθε είδους άλλη ευχαρίστηση, εκτός από τη δική της ηδονή.»

Η νοοτροπία αυτή έχει περάσει και στην καθημερινή επαγγελματική μας ζωή, με οδυνηρά αποτελέσματα: κάποιες φορές, αντί να παλεύουμε να δημιουργήσουμε όρους ευχαρίστησης στο επαγγελματικό μας πλαίσιο, δίνουμε μάχες προκειμένου να αποδείξουμε, ότι αδικούμαστε. Κυριαρχεί έτσι η απογοήτευση, η κούραση και η αίσθηση αδικίας. Παραιτούμαστε από την αναζήτηση νοήματος στην εργασία μας, από την ώριμη επεξεργασία των γεγονότων, από τη διεκδίκηση χαράς στις σχέσεις με τους συναδέλφους και τα παιδιά, από την ανάπτυξη δεξιοτήτων…

Η αδικία είναι ένα αναμενόμενο γεγονός στη ζωή των ανθρώπων. Από την παιδική ηλικία έως το τέλος της ζωής θα νιώσουμε την αίσθηση της αδικίας, άλλοτε εύλογα και ενίοτε παράλογα. Ο πόνος στις καταστάσεις αυτές είναι το συναίσθημα που αντιστοιχεί. Το ερώτημα είναι αν θα μείνουμε στον πόνο, στην πίκρα, στο παράπονο και στην οργή ή αν θα αναζητήσουμε τρόπους να μη μας σημαδεύσει η αδικία.

Τίθεται λοιπόν αυτονόητα το ερώτημα: πώς μπορούμε να διαχειριστούμε στη ζωή μας το βαθύ αίσθημα της αδικίας από την κρίση; Η υπέρβαση της αδικίας είναι, κατά τη γνώμη μου, η απάντηση. Είναι τότε που η αδικία που αισθανόμαστε από τις συνέπειες της κρίσης γίνεται εφαλτήριο για να έλθουν στην επιφάνεια δεξιότητες και ικανότητες που είχες και όμως δεν τις αναγνώριζες. Είναι τότε που, εκ των υστέρων, αντιλαμβάνεσαι ότι αν είχες κρυφτεί πίσω από τις δυσχέρειες της κρίσης, θα ήσουν εσύ εκείνος/η που θα σε είχες αδικήσει.

Άρα τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας, που φέτος φοιτούν στις τάξεις σας, θα λέγαμε ότι είναι τα πιο «αδικημένα» παιδιά, τα παιδιά που αποτελούν καρπό της κρίσης. Γεννήθηκαν και μεγαλώνουν μέσα στην οικονομική ακαμψία κι επιχειρούν να μεταφράσουν την έννοια της οικονομικής κρίσης στην καθημερινότητα τους.

 

Πώς εκφράζεται στα παιδιά της προσχολικής ηλικίας η συναισθηματική ένταση και οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης;

Διάφορες έρευνες, αλλά και η κλινική εμπειρία μου, έχει να επιδείξει πολλά παραδείγματα, που ασφαλώς φανερώνουν την πολυπλοκότητα, αλλά και την ένταση των συναισθημάτων των παιδιών. Για παράδειγμα πολλά παιδιά γίνονται εσωστρεφή κι απόμακρα, μοναχικά κι ευάλωτα, δυσκολεύονται να εκφράσουν τα όσα νιώθουν με αποτέλεσμα να αποκλείονται από το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο ζουν. Δε διασκεδάζουν, δε συμμετέχουν σε ομαδικές δραστηριότητες. Δεν επικοινωνούν με τους συμμαθητές τους και δεν αυτονομούνται με τρόπο λειτουργικό. Βιώνουν εσωτερικές συγκρούσεις, νιώθουν απροστάτευτα, αδύναμα κι ενώ πολλές φορές δείχνουν απαθή, στην πραγματικότητα δεν είναι λίγες οι φορές που αυτό-ενοχοποιούνται, φορτίζονται και φορτώνονται με ευθύνες και έγνοιες που δεν αναλογούν με τη ηλικία τους.

Αντιθέτως κάποια άλλα διακατέχονται από εκρήξεις θυμού κι οργής που τις διοχετεύουν σε επιθετικές συμπεριφορές, τόσο λεκτικές, όσο και σωματικές. Αδυνατούν να διαχειριστούν την ένταση και την υπέρ διέγερση που βιώνουν και η μόνη τους διέξοδος είναι τις περισσότερες φορές η χειροδικία. Έρευνες καταγράφουν ραγδαία αύξηση των φαινομένων εκφοβισμού στα σχολεία σε μαθητές μεγαλύτερων ηλικιών κι επιθετικών συμπεριφορών σε μικρότερες ηλικίες. Ο εγκλωβισμένος θυμός που πηγάζει από όσα αναγκάζονται να βιώσουν, οι έντονες ενδοοικογενειακές συγκρούσεις και καθημερινές διενέξεις που αφορούν σε οικονομικά προβλήματα καθώς κι οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες, κλονίζουν στον ψυχισμό των παιδιών αποσυντονίζοντας τη συμπεριφορά τους, με συνέπεια να εκρήγνυνται και να επιτίθενται χωρίς διακρίσεις.

Δεν είναι επίσης λίγοι εκείνοι οι μαθητές που λόγω της οικονομικής δυσπραγίας των γονιών τους, αναγκάζονται να παραμένουν πολλές ώρες στο σπίτι, διακόπτοντας τις εξωσχολικές δραστηριότητές τους. Ο δημιουργικός ελεύθερος χρόνος των παιδιών καλύπτεται σε μεγάλο βαθμό από την τηλεόραση η οποία έχει γίνει το επίκεντρο της ζωής ολόκληρης της οικογένειας. Τα παιδιά μεταβάλλονται σε άβουλα κι απαθή άτομα, χειραγωγούμενα και στερούμενα από την ψυχαγωγία που επιτάσσει η ηλικία τους. Η προσήλωσή τους μπροστά στην τηλεόραση έχει αυξήσει σημαντικά τις διαταραχές του συναισθήματος και πολλών εξ αυτής συνεπακόλουθων προβλημάτων.

Ας μην ξεχνάμε επιπλέον ότι η οικονομική κρίση, λόγω της ελλιπούς περίθαλψης και υγείας, οδηγεί σε επανεμφάνιση ασθενειών, λόγω και του περιορισμένου πλέον εμβολιασμού.

Ανησυχητικά είναι και τα αυξανόμενα ποσοστά της παιδικής κακοποίησης. Γονείς, λόγω των δικών τους προβλημάτων, του άγχους και της αγωνίας για τα όσα διαδραματίζονται στη ζωή τους,  ξεσπούν την ένταση, την πίεση  και την οργή τους στα παιδιά. Η άσκηση σωματικής, ψυχολογικής ή σεξουαλικής βίας προβληματίζει και υπογραμμίζει σθεναρά όχι μόνο την εξαθλίωση και την απελπισία που έχει υποστεί η κοινωνία, αλλά και την παρακμή των αρχών και των αξιών της ζωής.

Έξαρση εμφανίζουν οι αγχώδεις διαταραχές και ψυχοσωματικές αντιδράσεις. Ενώ, η περίοδος της εφηβείας αποτελούσε την πιο συχνή στατιστικά ηλικία εκδήλωσης συναισθηματικών διαταραχών, τα τελευταία χρόνια ο μέσος όρος της ηλικίας εκδήλωσης διαταραχών συνεχώς μειώνεται. Πολύ συχνά – όπως κι εσείς έχετε διαπιστώσει από την εκπαιδευτική σας εμπειρία – παιδιά εκδηλώνουν παράπονα για πονοκεφάλους, ζαλάδες, απροσδιόριστες σωματικές ενοχλήσεις, δερματικά συμπτώματα, υπερευαισθησία σε ιώσεις ή αλλεργίες… Παρατηρείται έλλειψη συγκέντρωσης και μείωση της σχολικής τους επίδοσης και ελαχιστοποίηση των ενδιαφερόντων τους. Συχνά παλινδρομούν σε συμπεριφορές και συνήθειες μικρότερων ηλικιών, όπως ενούρηση κι εγκόπριση. Τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας αγωνιούν κι αγχώνονται, όταν έρχονται αντιμέτωπα με κάτι που τα δυσκολεύει ή τα φοβίζει, και τότε αρχίζουν να κλαίνε έντονα, δυσκολεύονται να αποχωριστούν τη μητέρα τους, τραυλίζουν, τρώνε τα νύχια τους, αρνούνται να φάνε το γεύμα τους και είτε ο ύπνος τους είναι άστατος, είτε αρνούνται συστηματικά να κοιμηθούν. Επίσης αδυνατούν να ανταποκριθούν στην καθημερινή τους ρουτίνα, αποδιοργανώνονται εύκολα, παρουσιάζουν εφιδρώσεις, ταχυκαρδίες, γίνονται ευάλωτα κι ευερέθιστα. Η συνεχής προσήλωσή τους στην τηλεόραση, το τεταμένο ενδοοικογενειακό κλίμα, λόγω πολλαπλών προβλημάτων και δυσχερειών, ο μη ποιοτικός χρόνος με τους γονείς… διαμορφώνουν μία ψυχική κατάσταση, που χαρακτηρίζεται από απότομες εναλλαγές της διάθεσης, από αδυναμία να αντλήσουν χαρά κι ικανοποίηση από δραστηριότητες, απομάκρυνση από φίλους, δυσκολία να οργανώσουν τον χρόνο και να ακολουθήσουν το πρόγραμμά τους. Γίνονται ευέξαπτα κι επιθετικά.

Πώς αντιλαμβάνονται τα παιδιά, σε νοητικό επίπεδο, τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα; Κατά τις συνεδρίες μας, όταν ερωτώνται, αν γνωρίζουν κάτι για την οικονομική κρίση, οι συνηθέστερες απαντήσεις στρέφονται γύρω από την έλλειψη χρημάτων π.χ δεν πήγαμε βόλτα, γιατί δεν είχαμε χρήματα να βάλουμε βενζίνη. Κάποια άλλα θυμωμένα τείνουν να περιγράψουν με γλαφυρό τρόπο, όσα παρακολουθούν στην τηλεόραση ή σε συζητήσεις των ενηλίκων, μιμούμενα όχι μόνο τα λόγια, αλλά και τις χειρονομίες των μεγαλύτερων. Ένα πιο μικρό ποσοστό θα μιλήσει για την μείωση των παιχνιδιών του, αλλά και των ψυχαγωγικών του δραστηριοτήτων, ενώ λιγότερα θα αναφέρουν τους άστεγους, τα παιδιά που δεν έχουν να φάνε. Σπάνια πάντως ένα παιδί θα αρνηθεί να μιλήσει ή θα ισχυριστεί ότι δεν γνωρίζει τίποτα για την οικονομική κρίση.

Οι απαντήσεις των παιδιών είναι ενδεικτικές κι αναμενόμενες, αποδεικνύοντας ότι τα παιδιά τελικά δεν είναι αμέτοχα σε όλο αυτό που μας συμβαίνει. Γίνονται φορείς των λόγων των οικείων τους και συνειδητοποιούν, αναλόγως με το νοητικό  επίπεδο τους, ότι πραγματικά κάτι δεν λειτουργεί σωστά στο περιβάλλον. Κι επειδή σκέφτονται με όρους άκαμπτους κι απόλυτους, δεν είναι σε θέση να διακρίνουν τις ενδιάμεσες χροιές των γεγονότων και τις λεπτές διαφοροποιήσεις για συγκεκριμένα θέματα. Άλλοτε μεγαλοποιούν καταστάσεις, άλλοτε αυτό-ενοχοποιούνται και φορτώνονται ευθύνες, άλλοτε προσπαθούν να βρουν τρόπους να βοηθήσουν στη δυσκολία.

Συχνά  σπεύδουν να διατυπώσουν τρόπους με τους οποίους θα βοηθήσουν τους γονείς τους π.χ δεν πρέπει να ζητάω συνέχεια καινούρια παιχνίδια, αφού έχω τόσα πολλά. Αν χρειαστώ κάτι θα το ζητήσω από τον Άγιο Βασίλη. Ή ό,τι χρήματα μαζεύω από τον παππού και τη γιαγιά θα τα δίνω στον μπαμπά που τα χρειάζεται περισσότερο από εμένα. Η΄ πρέπει να δίνουμε φαγητό και χρήματα στους φτωχούς που τα έχουν ανάγκη.

Τα παιδιά είναι σαφές ότι αναπαράγουν αυτά που ακούν και αντικατοπτρίζουν με τα λόγια ή τις πράξεις τους τη δεινή πραγματικότητα.

Για να καταδείξω, πόσο δραστικά επιδρά η στάση της οικογένειας έναντι της κρίσης στη σκέψη των παιδιών, θα δανειστώ μία πρόσφατη εμπειρία ενός θεραπευτή.

«Είχα κληθεί για μία ομιλία – συζήτηση με μαθητές δημοτικού. Ρώτησα τα παιδιά:

  • Τι θα θέλατε να συζητήσουμε;

Σιωπή. Κάποιο κορίτσι διστακτικά είπε:

  • Να μιλήσουμε για τα ναρκωτικά!
  • Παίρνεις ή πρόκειται να πάρεις εσύ ναρκωτικά; ρώτησα
  • Όχι. Ούτε πρόκειται. Αυτά τα παίρνουν οι κακοί άνθρωποι.
  • Τότε γιατί να μιλήσουμε για τα ναρκωτικά; Ας πούμε κάτι που να αφορά τη ζωή σας. Είναι καλό να είναι κανείς καλός άνθρωπος;
  • Ναι κύριε. φώναξαν όλα μαζί.
  • Και γιατί συμφέρει να είσαι καλός άνθρωπος;

Σιωπή. Και τότε πετάγεται ένα παιδί διστακτικά:

  • Να πω ό,τι θέλω; Δε συμφέρει να είσαι καλός άνθρωπος, αλλά κακός. Έχεις αυτοκίνητα, γυναίκες, κινητά, τα πάντα…

Τα παιδιά αυτά με βάση τη δική τους εμπειρία και από τη ζωή των γονιών τους θεωρούσαν ότι το να είναι κανείς καλός άνθρωπος ισοδυναμεί με στέρηση. Στην πορεία της συζήτησης διαπίστωσα ότι τα παιδιά αυτά έβλεπαν τους γονείς τους να επιστρέφουν κουρασμένοι από την εργασία τους, να μην είναι ευχαριστημένοι, να παραπονιούνται για την καθημερινότητά τους, να γκρινιάζουν διαρκώς και να συγκρίνουν τη ζωή τους με την πλασματική εικόνα κάποιων δήθεν «επιτυχημένων» και τελικώς να υποτιμούν τη δική τους πραγματική ομορφιά. Οι γονείς αυτοί μιλούν στα παιδιά τους για την πραγματικότητα της φθοράς και της μιζέριας, δεν τους εμπνέουν τη δύναμη και τη δημιουργία, τους απαγορεύουν να ονειρευτούν ένα καλύτερο αύριο και τους εγκλωβίζουν σε μία κρίση, όχι οικονομική αυτή τη φορά, που εκείνοι προκάλεσαν.»

Η σκέψη της προσχολικής ηλικίας κρύβει ένα θετικό στοιχείο που ασφαλώς αποτελεί δικλείδα ασφαλείας και τα προστατεύει. Τα παιδιά αυτής της ηλικίας δεν μπορούν να συνειδητοποιήσουν το εύρος και την πλήρη έκταση της απειλής και τις διαστάσεις της τρομακτικής πολλές φορές πραγματικότητας. Το μικρό παιδί δεν το επηρεάζει με άλλα λόγια η οικονομική κρίση, καθώς δεν μπορεί να την ορίσει με ακρίβεια. Αυτό που πραγματικά το κλονίζει και το θλίβει είναι το δυσλειτουργικό οικογενειακό, σχολικό, οικείο περιβάλλον που ζει και μεγαλώνει. Οι εντάσεις, η μίζερη και καταθλιπτική διάθεση των αγαπημένων του προσώπων το παρασύρουν κι αυτό σε δυσάρεστες αλλαγές της συμπεριφοράς του.

Ο κόσμος των ενηλίκων δείχνει πολλές φορές να μη σέβεται καθόλου, ούτε καν να αντιλαμβάνεται την παιδικότητα των παιδιών, η οποία τελικά δεν είναι τίποτα άλλο παρά μία ευχαριστιακή στάση απέναντι στη ζωή. Η ισορροπία στις διαπροσωπικές σχέσεις και η ψυχραιμία στους οικονομικά χαλεπούς καιρούς, που διανύουμε, θα συμβάλλουν, ώστε να μεγαλώσουμε λειτουργικούς ανθρώπους στην κοινωνία. Οι δυσχέρειες, τα καθημερινά προβλήματα, ο φυσιολογικός θυμός μπορούν να μετατραπούν σε δημιουργική δύναμη και ισχυρό κίνητρο για αλλαγή. Οφείλουμε σαν γονείς κι εκπαιδευτικοί να δημιουργήσουμε ένα μικροκλίμα γεμάτο αξίες, όπως η αλληλεγγύη, η αγάπη και να δώσουμε θετική νοηματοδότηση στη ζωή των παιδιών μας.

Το ερώτημα τώρα που προκύπτει αναφορικά με όσα αναφέρθηκαν είναι, πώς μπορούμε να συμβάλουμε και να βοηθήσουμε τα παιδιά μας, αφενός να νιώσουν ασφαλή και προστατευμένα, κι αφετέρου να αναπτυχθούν σωστά χωρίς να αποβάλλουν την παιδικότητά τους στους άχρωμους καιρούς που ζούμε.

Καθημερινά, ως εκπαιδευτικοί, έρχεστε σε επαφή με όλα τα προβλήματα που κουβαλάει ένα παιδί, αλλά και τα συμπτώματα που παρουσιάζει. Καλείσθε να αντιμετωπίσετε, όχι μόνο ένα πληγωμένο παιδί, αλλά και το γονιό του, που πολλές φορές εκρήγνυται χωρίς λόγο, ενώ ψάχνει απεγνωσμένα να ανακαλύψει τις δικές του ισορροπίες. Μέσα σε αυτό το ισχνό κι ασφυκτικό κλίμα, ο ρόλος και η συμβολή  του/της νηπιαγωγού, μπορεί να είναι καθοριστικός παράγοντας για τη ζωή των μαθητών στην ευαίσθητη ηλικία, που βρίσκονται.

Η κρίση και τα συνεπακόλουθα της δείχνει να επηρεάζει την ψυχική υγεία με δύο αλληλοτροφοδοτούμενους τρόπους. Πρώτον εξασθενεί τους προστατευτικούς παράγοντες που συμβάλλουν στην ανάπτυξη και τη διατήρηση της ψυχικής ανθεκτικότητας (τα παιδιά καθίστανται όλο και λιγότερο θωρακισμένα) και δεύτερον ενισχύει και αυξάνει τους παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση ψυχικών διαταραχών. Ένας λοιπόν από τους στόχους της παιδαγωγικής διαδικασίας θα πρέπει να είναι η ενίσχυση της ψυχικής ανθεκτικότητας, δηλαδή της ικανότητάς των παιδιών να προσαρμόζονται αποτελεσματικά σε αγχογόνες και δυσεπίλυτες καταστάσεις.

Θεωρώ ενδιαφέρουσα σε συζητήσεις με γονείς την παρομοίωση των δυσκολιών της ζωής, που μου περιγράφουν, με τους εμβολιασμούς των παιδιών. Κάθε εμβόλιο που κάνουμε στα παιδιά μας προκαλεί πόνο, κλάματα, ίσως και πυρετό. Συχνά κρατούμε τα παιδιά με τη βία ακίνητα, προκειμένου να τα τρυπήσει ο παιδίατρος και να τους χορηγήσει όχι αντισώματα, όπως πιστεύουμε, αλλά μικρόβια. Εξασθενημένα βέβαια μικρόβια, αλλά μικρόβια. Αυτή η άκομψη διαδικασία αποτελεί θεμελιώδη φροντίδα προς τα παιδιά μας. Ομοίως επιβάλλεται να «εμβολιάσουμε» τα παιδιά με ευθύνες και βάρη, προκειμένου να έρχονται σε επαφή με την πραγματικότητα, όχι όμως να τα φορτώσουμε με τα δικά μας προβλήματα… Αν μεταφέρουμε στην επόμενη γενιά τα δικά μας βάρη και τις δικές μας ευθύνες… δεν κάνουμε κανένα άλμα προς τα εμπρός. Αντιθέτως κινδυνεύουμε να χρησιμοποιούμε την κρίση, ως άλλοθι, για να βουλιάξουμε εμείς και να συμπαρασύρουμε και την επόμενη γενιά.

Μέσα από καλά σχεδιασμένες δράσεις διαχείρισης συναισθημάτων, προτείνω να πυροδοτούμε τη συναισθηματική νοημοσύνη των παιδιών και θα περιγράψω στην πορεία και πρακτικούς τρόπους.

Να ξεκινήσουμε με μία βασική αρχή. Όλα τα συναισθήματα έχουν λόγο ύπαρξης. Χωρίς την παρουσία τους, η ζωή καταντά ακατανόητη, στατική κι απαθής. Να μάθουμε αρχικώς εμείς οι ενήλικες να αποδεχόμαστε τα συναισθήματα μας. Να μην προσπαθούμε να τα κρύψουμε, να τα θάψουμε ή να τα ξορκίσουμε μπροστά στα παιδιά ή τους μαθητές. Αξίζει να τα ζήσουμε, κι ας πονέσουμε. Να βιώσουμε οι ίδιοι και να διδάξουμε στους μαθητές, πως όταν ζούμε το φόβο μας, τη θλίψη, τον πανικό, το πένθος, την απώλεια, τότε το κακό δεν έχει πού να φωλιάσει και να κρυφτεί μέσα μας, γιατί απλά έχουμε γεμίσει με φως και ζωή την ψυχή μας.

Η παραδοχή αυτή αποτελεί απαραίτητη λοιπόν προϋπόθεση για να τονώσουμε τη συναισθηματική νοημοσύνη των μικρών μαθητών και να δώσουμε νόημα στο συναισθηματικό κόσμο τους… Οι δυσκολίες της ζωής για όλους μας, όπως φυσικά και για τα παιδιά, είναι αναμενόμενες κι αναπόφευκτες. Το θέμα είναι να μπορέσουμε να τις αντέξουμε και τελικώς να τις υπερπηδήσουμε με όσο το δυνατόν μικρότερες απώλειες.

Μεταφέρουμε λοιπόν σταδιακά τη σκέψη μας στο ρόλο του σχολείου και του/της εκπαιδευτικού. Το σχολείο είναι εμφανές ότι σε μια περίοδο κρίσης, υπονομεύεται και υποβαθμίζεται συστηματικά. Καμία μεταρρυθμιστική προσπάθεια δεν ολοκληρώθηκε επιτυχώς, καθώς όλες συνοδεύονταν από περικοπές και μείωση δαπανών, άρα και εκπαιδευτικών. Δημιουργήθηκε μέσα στα χρόνια ένα σχολείο που τελικά δεν αρέσει ιδιαιτέρως σε κανένα. Δεν αρέσει στα παιδιά, επειδή τα εξουθενώνει. Δεν εμπνέει τους κακοπληρωμένους εκπαιδευτικούς, καθώς τους περιορίζει μέσα σε συγκεκριμένα πλαίσια να εργάζονται. Δεν χαίρει συχνά την εμπιστοσύνη των γονιών. Παρόλα αυτά το σημερινό σχολείο, στις δύσκολες εποχές που διέπουμε, καλείται να σηκώσει ένα τεράστιο φορτίο στις πλάτες του και να βοηθήσει τους μαθητές του να αντέξουν και να προσπεράσουν επιτυχώς ο,τιδήποτε παρουσιαστεί στη ζωή τους. Η εκπαιδευτική διεργασία χρειάζεται να μετασχηματιστεί, να παρέχει το υποστηρικτικό περιβάλλον και τη φροντίδα που θα προάγουν την ψυχική ανθεκτικότητα των  μαθητών.

Θεωρητικές κουβέντες θα μου απαντήσετε. Λόγια και προτάσεις, που απέχουν πολύ από την καθημερινή εκπαιδευτική πρακτική με τα αναρίθμητα πρακτικά προβλήματα. Θα συμφωνήσω. Κι εξηγούμαι.

Ένας νέος εκπαιδευτικός, δάσκαλος της πρώτης δημοτικού φέτος, που παρακολουθώ θεραπευτικά, μου ανέφερε με πικρή διάθεση σε μία μας συνεδρία: «αν βάλεις ένα βάτραχο  σε μία κατσαρόλα με καυτό νερό θα καεί, θα κάνει ένα πήδημα και θα γλυτώσει. Αν όμως τον βάλεις σε χλιαρό νερό που σταδιακά ζεσταίνεται, θα αποχαυνωθεί, θα χάσει τα αντανακλαστικά του και δε θα κάνει το σάλτο που θα τον έσωζε. Νιώθω ότι αυτό γίνεται στη ζωή μας στο σχολείο και σταδιακά χάνουμε τον εαυτό μας».

Πράγματι η διάβρωση σε καιρούς κρίσης εισχωρεί παντού. Είναι ύπουλη. Οι άνθρωποι στην εκπαίδευση, που συμβιβάζονται στον επαγγελματικό τους χώρο, παρά τις καλές τους προθέσεις, δε μπορούν να εμπνεύσουν τους μαθητές τους στους απαιτητικούς αγώνες, που συνεπάγεται η σύγχρονη ζωή. Η κούραση, οι πολλές ελλείψεις, το αίσθημα της αδικίας, η μείωση των αποδοχών καθίστανται συχνά μοιραία.

Κάποια άλλη εκπαιδευτικός, αναπληρώτρια φιλόλογος, παλιά θεραπευόμενή μου, διορίστηκε φέτος στην ορεινή Αρκαδία, και μου έστειλε το φθινόπωρο το εξής mail: «Αίθουσες διδασκαλίας με τη φθορά της παραμέλησης. Παλιές καρέκλες, ξεχασμένοι τοίχοι. Μοναδικό στολίδι αλλά και σύμβολο παρακμής: ένας παλιός χάρτης της Ελλάδας, σκισμένος λίγο στην άκρη, ξεθωριασμένος, γερμένος στο πλάι. Περίεργα συναισθήματα. Σαν να δίνω ένα πολύτιμο χαρτί, όπου καταγράφεται η προσωπική μου αντίληψη για ένα συναρπαστικό ποίημα και οι μαθητές μου να το τσαλακώνουν… Πώς να μη νιώσεις αδικία από το εργασιακό πλαίσιο και τη χαμηλή αμοιβή; Την έλλειψη υλικών μέσων; Τις αβέβαιες προοπτικές; Πώς είναι όμως και δυνατόν από την άλλη να στερεί ένας επαγγελματίας τον εαυτό του από τη μεγάλη κι ανεκτίμητη αμοιβή της δημιουργικής εργασίας, επειδή στερείται τη δίκαιη υλική αμοιβή; Έπειτα τα παιδιά. Είναι αχάριστα, ανυπάκουα, απαιτητικά, ανικανοποίητα, χωρίς ειλικρινή ενδιαφέροντα… με ερεθίσματα από διαδίκτυο και τηλεόραση, πώς να μην απαξιωθεί η μάθηση του σχολείου; Και οι γονείς ανεπαρκείς. Περιμένουν οι εκπαιδευτικοί να φροντίσουν τα παιδιά τους, έτοιμοι να επιτεθούν, πολυάσχολοι, απαιτούν, δίχως να προσφέρουν. Γονείς ενοχοποιημένοι, γιατί απουσιάζουν, ενοχοποιούν τους δασκάλους για τις χαμηλές επιδόσεις των παιδιών και την κακή τους συμπεριφορά. Σε ένα τέτοιο μίζερο σύστημα, το οποίο ανακυκλώνει τον εαυτό του, πώς μπορείς άραγε να επιβιώσεις…»

Δε νομίζω να μη θεωρούμε όλοι μας τίμια την καταγραφή της και ειλικρινή την περιγραφή της. Κι εδώ ανακύπτει και το ερώτημα: «Για ποιον εργάζομαι;». Το γκράφιτι στον τοίχο «δουλεύουμε για να ζούμε και δε ζούμε για να δουλεύουμε» ίσως να περιπλέκει περαιτέρω την απάντηση στο ερώτημα.

Και μοιάζει σωστό μήνυμα σε πρώτη ανάγνωση. Αναρωτιέμαι όμως για ποιο λόγο ο χρόνος της εργασίας να πρέπει να αφαιρείται από το χρόνο της ζωής; Μου μοιάζει συλλογιστική καταθλιπτική κι εγκλωβιστική. Και να είμαστε υποψιασμένοι, πως η στάση μας απέναντι στην εργασία πολλές φορές συμπαρασύρει και τη στάση μας και σε άλλες εκφάνσεις της ζωής. Κι ο προβληματισμός αυξάνει, καθώς αναφερόμαστε σε εκπαιδευτικούς, που έχουν να μιλήσουν σε παιδικές ψυχές. Η αίσθηση της ολοκλήρωσης μέσω της κατάκτησης νέων εμπειριών και της επαρκούς επίλυσης δυσλειτουργιών, η διεύρυνση των γνωστικών ικανοτήτων, η ανθρώπινη επικοινωνία, η πληρότητα από τη φροντίδα παιδικών ψυχών… αποτελούν μερικές σημαντικές ευκαιρίες, που δικαιούμαστε να διεκδικήσουμε για τον εαυτό μας. Χωρίς ασφαλώς να παραιτηθούμε από όλες τις διεκδικήσεις κι απαιτήσεις.

Να δώσω ένα τρίτο και τελευταίο κλινικό παράδειγμα, προκειμένου να εξηγήσω τι ακριβώς σας προτείνω. Ο θεραπευτής περιγράφει το εξής:

Στα πλαίσια μίας οικογενειακής θεραπείας ρώτησα τον πατέρα τι εργασία κάνει, καθώς δεν είχα πλήρως καταλάβει… «Μεταλλοακτινοδιαγνώστης» μου απάντησε. Έβγαζε ακτινογραφία στο μπετόν, προκειμένου να εξετάσει την κατάσταση των μεταλλικών δοκών ή σωλήνων, που βρίσκονταν στο εσωτερικό… Κάνοντας ένα μεταφορικό άλμα για θεραπευτικούς λόγους, τον ρώτησα: «Λοιπόν εσείς μιλάτε στο σίδερο! Αυτό σας απαντά;» και τότε έλαβα την εξής ποιητική απάντηση; «όχι μόνο μου απαντά, αλλά να ξέρετε ότι το σίδερο έχει και φιλότιμο!». Το σκληρό μέταλλο για τον άνθρωπο που αγαπούσε τη δουλειά του είχε φιλότιμο. Ήταν φιλότιμο γιατί μπορούσε να το αφουγκρασθεί και να του πάρει τις καλύτερες ιδιότητές του. Ο τεχνίτης αυτός αγαπώντας τη δουλειά του, την αναδείκνυε κι εξαφάνιζε την επιφανειακή μιζέρια της ρουτίνας και της καθημερινότητας… Αν κάποιος καταφέρει να επικοινωνεί με το σίδερο, τότε ποιο άλλοθι μπορούν να έχουμε εσείς κι εγώ, όταν αποφαινόμαστε με σιγουριά, ότι δε μπορεί να υπάρχει επικοινωνία με τους συναδέλφους ή με τους γονείς; Η στάση αυτού του απλού ανθρώπου αντιστοιχεί με τη στάση όλων εκείνων των γονιών που δεν πληγώνονται από τις συμπεριφορές των παιδιών τους, ώστε να νιώθουν απόγνωση, αλλά τα περιβάλλουν με εμπιστοσύνη. Αντίστοιχη είναι η υπεύθυνη στάση εκείνων των εκπαιδευτικών που ξεφεύγοντας από την επικρατούσα άποψη, ότι δεν υπάρχει τρόπος να προσεγγισθούν οι συνέπειες από τη σύγχρονη οικονομική κρίση, αναζητούν νέους τρόπους διδασκαλίας και διαπαιδαγώγησης και βρίσκουν διαύλους επικοινωνίας, ώστε να εμπνέουν στο σχολικό περιβάλλον.

Έχετε το μεγάλο προνόμιο να εργάζεστε με παιδιά, που είναι γεμάτα ενθουσιασμό και κέφι. «Μέχρι τις τρεις τα ξημερώματα περίμενα στο παράθυρο να δω εάν θα χιονίσει…», μου αποκάλυψε προ λίγων ημερών μία έφηβη, που είχε κάνει απόπειρα αυτοκτονίας παλαιότερα.

Σκέφτηκα πόσο πολύ ο άνθρωπος λαχταράει την χαρά. Πως είναι φτιαγμένος για αυτήν. Για το θαύμα, το θαυμαστό, την έκπληξη. Και πόσο η κάθε κρίση στη ζωή μας, εν προκειμένω η οικονομική, επιτρέπουμε να μας στερεί τη δυνατότητα να εντυπωσιαζόμαστε μπροστά στο θαύμα της ζωής

Θα ήθελα στο σημείο αυτό να ξεκινήσω να περιγράφω ορισμένες συγκεκριμένες και πρακτικές προτάσεις λειτουργικής διαχείρισης των συνεπειών της κρίσης.

Προκειμένου να περιγράψουμε εκπαιδευτικές πρακτικές, που θα απαντούν στις προκλήσεις της εποχής και των συνεπειών της οικονομικής κρίσης, θα ήθελα να αποτυπώσω κωδικοποιημένα κάποια κρίσιμα θεωρητικά στοιχεία από την αναπτυξιακή ψυχολογία για πώς αντιλαμβάνονται τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας την έννοια της κρίσης.

  • Τα νήπια είναι εγωκεντρικά. Συχνά αντικρύζουν το περιβάλλον με βάση τη δική τους οπτική και με γνώμονα τις εμπειρίες τους. Από τις γενικές πληροφορίες, που ακούν, εστιάζουν σε στοιχεία, που επηρεάζουν αποκλειστικά τα ίδια. «δεν έχουμε λεφτά να αγοράσουμε το παιχνίδι μου».
  • Η σκέψη τους τείνει να εστιάζεται σε ένα αντικείμενο κάθε φορά και η ψυχική τους διάθεση επηρεάζεται δραματικά, όταν αυτό αφορά τα ίδια. Για παράδειγμα: «Εγώ δεν θα αγοράσω μάσκα για τις αποκριές, διότι η μαμά µου λέει ότι δεν έχουμε χρήματα».
  • Σκέπτονται συχνά µε άκαμπτους και απόλυτους όρους. ∆εν είναι σε θέση να διακρίνουν τις ενδιάμεσες χροιές και τις λεπτές διαφοροποιήσεις και τείνουν είτε να αποδέχονται ανθρώπους και πράγματα ολοκληρωτικά ή να τα απορρίπτουν πλήρως. «όσοι δεν έχουν χρήματα, βάζουν φωτιές και καίνε βιτρίνες».
  • Επικεντρώνονται, συνήθως, στα πιο συγκεκριμένα και εξέχοντα στοιχεία μιας κατάστασης, όχι στις αφηρημένες έννοιες ή στα εσωτερικά, λιγότερο ορατά χαρακτηριστικά ή κίνητρα: «Ένας κακός άνθρωπος πάτησε με το φορτηγό του όλους τους ανθρώπους της πόλης στη Γαλλία».
  • Η σκέψη τους τείνει να είναι στατική, όχι δυναμική και δυσκολεύονται να αντιληφθούν πώς γίνεται η μετάβαση από µία κατάσταση σε µία άλλη. «Οι κακοί Γερμανοί κατέστρεψαν την Ελλάδα».

 

Ας επιχειρήσουμε στο σημείο αυτό, κρατώντας στη σκέψη μας τα πέντε αυτά γνωρίσματα της νόησης των νηπίων, να προτείνουμε ορισμένες γενικές κατευθυντήριες πρακτικές. Οι προτάσεις αυτές αφορούν ασφαλώς την καθημερινή σας διεργασία στη σχολική αίθουσα. Απευθύνονται όμως και στους γονείς των μαθητών σας και θα πρότεινα να είστε εσείς οι φορείς της συμβουλευτικής καθοδήγησης των γονέων και οικογενειών.

 

Πώς μιλάμε για την κρίση και πώς διαχειριζόμαστε τις συνέπειες της.

  1. Επικοινωνία τακτική µε τους γονείς των μαθητών και αν υπάρχει λόγος και με ειδικούς. Να συνεργάζεστε μαζί τους και να στηρίζετε ο ένας τις προσπάθειες του άλλου για να δημιουργείτε ένα ασφαλές περιβάλλον για τα παιδιά. Η επίτευξη αυτού του στόχου απαιτεί να ανταλλάσσετε πληροφορίες, να αναπτύσσετε από κοινού αποτελεσματικές στρατηγικές αντιμετώπισης των προβλημάτων και να είσαστε όλοι σύμφωνοι, ότι είναι χρέος σας να προστατεύετέ όσο το δυνατόν περισσότερο τα μικρά παιδιά από την οικονομική κρίση και τις επιπτώσεις της.
  2. «Καταστρεφόμαστε…». Οφείλουμε να είμαστε εξαιρετικά προσεκτικοί και να μην εκστομίζουμε εκφράσεις, που προκαλούν φόβο ή πανικό στα παιδιά. Κουβέντες, όπως «θα πεινάσουμε», «θα πτωχεύσουμε», «θα μας πάρουν το σπίτι», «καταστρεφόμαστε»…  που ένας ενήλικος χρησιμοποιεί σε στιγμές απαισιοδοξίας ή συναισθηματικής πίεσης, ερμηνεύονται καταστροφικά από τα παιδιά και καταγράφονται επώδυνα στη σκέψη τους.
  • «Αυτά τα θέματα δεν είναι για τα παιδιά…». Ενημερώνουμε τα παιδιά με ειλικρίνεια και ευθύτητα, αναλόγως την ηλικία και το νοητικό τους δυναμικό, για την κατάσταση της χώρας ή της οικογένειας και αποφεύγουμε την ανεξέλεγκτη παροχή πληροφοριών από τα ΜΜΕ. Παραδεχόμαστε ότι αισθανόμαστε οικονομική πίεση, ότι έχουμε αγωνία για το μέλλον, ότι είμαστε θυμωμένοι για τις εξελίξεις… Απαντάμε με ρεαλιστικό τρόπο στα ερωτήματα των παιδιών, δίχως να καταφεύγουμε, ούτε σε καταστροφολογίες ή σε πανικό, αλλά και δίχως να ωραιοποιούμε ή αποκρύπτουμε βασικές αλήθειες. Τα παιδιά έχουν ανάγκη να αισθάνονται ότι οι δάσκαλοι και οι γονείς τους έχουν τον έλεγχο της κατάστασης κι ότι μπορούν να στηριχθούν στις δυνάμεις και στην προστασία τους. Η ελλιπής ενημέρωση και η απόκρυψη της αλήθειας καθιστούν την κάθε απειλή μεγαλύτερη και διογκώνουν το αθόρυβο άγχος. Οι στίχοι «Πώς να κρυφτείς από τα παιδιά; Έτσι και αλλιώς τα ξέρουν όλα.» καθίστανται εξαιρετικά επίκαιροι!
  1. «Ο μπαμπάς φαίνεται δυστυχισμένος…». Η επικοινωνία του ζεύγους αναφορικά με τα προβλήματα, σκόπιμο είναι να μην γίνεται σταθερά ενώπιον των παιδιών. Οι γονείς είμαστε η πηγή της συναισθηματικής ασφάλειας για τα παιδιά. Αν μας βλέπουν συνεχώς πιεσμένους, εριστικούς, πανικόβλητους… τα κάνουμε πιο ευάλωτα σε απροσδιόριστους κινδύνους και σε άγνωστους εχθρούς. Επιπλέον ενδέχεται τα παιδιά να εκλαμβάνουν τους εαυτούς τους, ως υπεύθυνους για την κρίση ή ως υπεύθυνους, να αναζητήσουν τη λύση των οικογενειακών δυσκολιών. Μετατρέπονται έτσι οι νέοι σε υπεργονείς, που καλούνται να φροντίσουν εκείνοι τους γονείς τους κι όχι το αντίστροφο, όπως είναι το εύλογο. Νιώθουν ενοχές κι αναλαμβάνουν ευθύνες ενηλίκων. Δεν αποκρύπτουμε λοιπόν την αλήθεια και επιδεικνύουμε ψυχραιμία. Τα παιδιά πρέπει κι έχουν δικαίωμα να γνωρίζουν και να συμμετέχουν στα οικογενειακά ζητήματα. Δική μας όμως υποχρέωση είναι και να διασφαλίσουμε ότι μπορούν, παρόλα αυτά, να συνεχίσουν να αισθάνονται ότι είναι παιδιά και να ζουν, ως παιδιά.
  2. «Τα παρατάω, δεν έχει νόημα να προσπαθήσω!». Η σύγχρονη κρίση επιβάλλει πλήρη κινητοποίηση προς την κατεύθυνση της εξεύρεσης περισσότερων λύσεων και την αποφυγή απελπισίας μπροστά σε αδιέξοδα. Αναζητείται δηλαδή μία ψυχική ανθεκτικότητα και μία προσπάθεια να καταστούμε πιο μεγάλοι και δυνατοί από τα προβλήματά μας. Η θετική νοηματοδότηση χαρίζει δύναμη και δημιουργεί νέες διεξόδους. Η υιοθέτηση από το σχολείο ή την οικογένεια μίας στάσης εγκατάλειψης και παραίτησης μεταφέρει στη νέα γενιά το μήνυμα της ματαίωσης. Αν δώσουμε προς τα παιδιά μας το πρότυπο της εγκατάλειψης καταστρέφουμε τη ζωντάνια και τον ενθουσιασμό τους και τα προτρέπουμε όχι να ονειρεύονται, αλλά να αποσύρονται.
  3. «Μας αδικούν!». Ο φυσιολογικός θυμός μπορεί να οδηγήσει σε δημιουργική δύναμη και σε ισχυρό κίνητρο για αλλαγή, μέσω του σχολείου. Έχουμε χρέος, ως γονείς κι εκπαιδευτικοί, να μεγαλώσουμε παιδιά που δε μισούν. Οφείλουμε, συνεπώς, να δημιουργήσουμε ένα μικροκλίμα στην τάξη γεμάτο αξίες, όπως η αλληλεγγύη, η κοινωνική δικαιοσύνη, η συγχώρεση…
  • Τα παιδία δεν παίζει. Στηρίξτε τις προσπάθειές τους να χρησιμοποιήσουν το παιχνίδι, τις τέχνες και τη γραφή για να ξεδιαλύνουν μέσα τους τι είναι τα τρομακτικά πράγματα που βλέπουν και ακούν. Είναι ο ιδανικός τρόπος να έρχονται σε επαφή µε τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους. Επιπλέον τα προϊόντα αυτών των δραστηριοτήτων τους, µας δείχνουν τι γνωρίζουν και τι τα προβληματίζει, ώστε να μπορούμε να αναπτύξουμε τρόπούς για να τα βοηθήσουμε. Σε αυτές τις περιπτώσεις, όπως κι εσείς γνωρίζετε καλύτερα από εμένα, το παιχνίδι μπορεί να λειτουργήσει, ως προστατευτικός παράγοντας, που μειώνει την επίπτωση δύσκολων καταστάσεων για το παιδί. Το παιχνίδι αποτελεί σημαντικό στοιχείο για την προαγωγή της ψυχικής υγείας, δημιουργεί δεσμούς και προστατεύει από ψυχολογικές διαταραχές.

Παράλληλα τα ομαδικά παιχνίδια που ενισχύουν τη συνεργασία, ενδυναμώνουν την προσωπικότητα, προάγουν την αυτοεκτίμηση και την αλληλεγγύη μεταξύ των παιχτών, αποτελούν ουσιαστικά συστατικά της παιδαγωγικής σχέσης που είναι αναγκαία να οικοδομούν καθημερινά οι εκπαιδευτικοί. Με το παιχνίδι, το παραμύθι, τη ζωγραφική το παιδί θα διακρίνει μέσα του, τι είναι όλα αυτά που ακούει και παρακολουθεί. Η επαφή του με τέτοιου είδους δραστηριότητες θα μας προσφέρει υλικό και θα μας υποδείξει, τι είναι αυτό που πραγματικά προβληματίζει την τάξη.

  • Βοηθήστε τα παιδιά να ξεκαθαρίσουν μέσα τους τα ποικίλα ερεθίσματα που δέχονται καθημερινά. Όταν τα παιδιά αναπόφευκτα εκτίθενται σε κάποιες όψεις της οικονομικής κρίσης, έχουν ανάγκη να βρίσκονται σε επαφή µε ενηλίκους που είναι παρόντες για να τα βοηθούν, να τα φροντίζουν και να απαντούν στις ερωτήσεις τους. Επίσης πρέπει να νιώθουν σίγουρα ότι δεν θα τα κρίνουν όταν αναφέρουν αυτά που ακούν ή τις προσωπικές τους σκέψεις. Ο τρόπος µε τον οποίο αντιδρούν οι εκπαιδευτικοί παίζει τεράστιο ρόλο στο πώς θα αναλύσουν την κατάσταση, πώς θα νιώσουν και πώς θα μάθουν να την αντιμετωπίζουν. Δημιουργούμε ένα κλίμα ενσυναίσθησης στην τάξη, μέσα στο οποίο τα παιδιά θα νιώθουν ασφάλεια, ώστε να μπορούν να επεξεργάζονται τις δύσκολες καταστάσεις που προκύπτουν από την οικονομική κρίση. Η ασφάλεια είναι ό,τι καλύτερο μπορούν να προσφέρουμε ως εκπαιδευτικοί στα παιδιά που υφίστανται τις εντάσεις και έρχονται αντιμέτωπα µε τις άμεσες ή έμμεσες επιπτώσεις της κρίσης. Βρίσκουμε τρόπους, αν ένα παιδί στην τάξη παρατηρούμε ότι αδυνατεί να εκφράσει λεκτικά τα αισθήματά του, να τα δείξει ίσως με τη βοήθεια κάποιων καρτών που αποτυπώνονται οι διαθέσεις ή μέσω της δραματοποίησης και υποδεικνύουμε το πώς πρέπει να διαχειριζόμαστε τα αρνητικά συναισθήματά μας. Διανέμουμε στα παιδιά ρόλους, ώστε να τους δοθεί η ευκαιρία να εκφραστούν. Δημιουργούμε μία ατμόσφαιρα φροντίδας και αποδοχής, που συχνά απουσιάζει στο σπίτι. Η διάθεσή μας είναι πάντα διασκεδαστική και παιχνιδιάρικη για να μπορέσουμε να τα παρασύρουμε στους δικούς μας ρυθμούς και στη δική μας ζωντάνια.
  1. Να είσαστε σε επιφυλακή για συμπτώματα άγχους. Οποιεσδήποτε ανησυχητικές αλλαγές στη συμπεριφορά των παιδιών δε σημαίνει απαραίτητα παθολογία. Είναι ωστόσο σημαντικό κάθε δυσλειτουργία στην ανάπτυξη των παιδιών να μην επιλύεται με μεγάλη χρονική καθυστέρηση. Η δυσλειτουργία παγιώνεται και ακολούθως δύσκολα εξαλείφεται. Οι αλλαγές στη συμπεριφορά τους μπορεί να σηματοδοτεί, ότι κάτι συμβαίνει. Η αυξημένη επιθετικότητα, μια έντονη τάση απομόνωσης, μία δυσκολία απομάκρυνσης από τους γονείς, μια απροθυμία να ακολουθήσουν το σταθερό πρόγραμμα αποτελούν τις περισσότερες φορές ενδείξεις ότι απαιτείται υποστήριξη πιο συστηματική.

 

Επιμένω, όπως παρατηρείτε, στις σχέσεις των γονέων και στο οικογενειακό κλίμα και το κάνω εσκεμμένα για να ενθαρρύνω και εσάς να δώσετε με τους δικούς σας τρόπους έμφαση στον τομέα αυτό. Ένας γνωστός παιδοψυχίατρος επισημαίνει εύστοχα: «Ένα αγαπημένο ζευγάρι είναι η απάντηση στη σύγχρονη κρίση κι απομόνωση».

Και δυστυχώς ένα σύμπτωμα της εποχής μας, αποτελεί η δυσκολία στην επικοινωνία, μεταξύ των ζευγαριών, γεγονός που διογκώνει τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης.

Στο γραφείο έρχονται οι άνθρωποι ζορισμένοι, που έχουν αναλωθεί πολύ στο τι φταίει ή στο ποιος φταίει… κι όσο το μηρυκάζουν αυτό το ερώτημα, τόσο περισσότερο βουλιάζουν.

Το ερώτημα όμως κατά την άποψή μου είναι διαφορετικό. Τώρα τι κάνουμε; Ποιοι θέλουμε να είμαστε; Πού θέλουμε να το πάμε;

Έχουμε λοιπόν να μπούμε και να ονειρευτούμε και πέρα από την κρίση, για να μην είμαστε μόνο η χαμένη γενιά της κρίσης… Και τελικώς να αποφασίσουμε, αν θέλουμε να είμαστε εμείς αυτοί που θα υπερβούμε την κρίση;

Παρότι η ηδονή είναι ταυτισμένη με την ευχαρίστηση, αυτό που συγκλονίζει, μέσα από την κλινική παρατήρηση, είναι η διαπίστωση της δύναμης της ηδονής του πόνου, της πίκρας και της απογοήτευσης.

Η ελευθερία του σύγχρονου ανθρώπου καταργείται από την αίσθηση της αδικίας, λόγω της κρίσης. Αυτός που αισθάνεται αδικημένος δε συνειδητοποιεί ότι χάνει τη ζωή του. Χάνουμε την ομορφιά της ζωής καθηλωμένοι σε επώδυνες εμπειρίες. Η ανάληψη της προσωπικής ευθύνης και η μη παράδοση στο μοιραίο αποτελούν ικανές κι αναγκαίες συνθήκες για την εξαφάνιση της υπαρξιακής κατάθλιψης. Η υπαρξιακή στάση ζωής απαιτεί αξιοποίηση των αποτυχιών μας κι όχι αναμόχλευση μιζέριας. Απαιτεί ζωντανή καρδιά που αναζητά νέα συναισθήματα. Απαιτεί ανοικτή φαντασία, που τολμά να κάνει νέα όνειρα, να θέτει νέους στόχους, να αναζητά πρωτόγνωρες εμπειρίες.

Η πνευματική ζωή μπορεί να επιτελέσει καταλυτική απάντηση στις δυσλειτουργίες της σύγχρονης ελληνικής κρίσης. Τα παιδιά, που μεγαλώνουν μέσα σε πνευματικές αξίες, δείχνουν να διαθέτουν μεγαλύτερη αντοχή στις δυσχέρειες και περισσότερη δυναμική στις προκλήσεις. Πνευματικές αξίες όπως η αγάπη, η αλληλεγγύη στον συμμαθητή, η συγχώρεση, η συνεργασία για το κοινό καλό, η εσωτερική δύναμη, η αναζήτηση της ελευθερίας… αποτελούν ισχυρούς αμυντικούς μηχανισμούς για κάθε σχολική αίθουσα και πηγή δύναμης. Το βίωμα της εσωτερικής πνευματικής διεργασίας μας μαρτυρά ότι δεν είμαστε τα προβλήματα, αλλά κάτι πολύ καλύτερο.

Πρόσφατα ζήτησα από ένα ζευγάρι, που με επισκέφτηκε στο γραφείο, να καταγράψουν το αίτημα τους προς εμένα… Για ποιο λόγο με επισκέπτονται. Αποτελεί συνήθη πρακτική, πριν την έναρξη μία θεραπευτικής εργασίας. Μου έγραψαν, λοιπόν: «Είμαστε πληγωμένοι. Και φοβισμένοι πολύ. Έχουμε σκέψεις σαν αναθυμιάσεις από παλιές πληγές που κάπου κάπου μυρίζουν άσχημα. Νιώθουμε τέτοιες απογοητεύσεις που τσακίζονται τα όνειρα μας, σε βάθος απύθμενο. Μας πλησιάζουν θλίψεις και αισθανόμαστε ότι δεν πρόκειται να γελάσουμε ποτέ ξανά. Ένα βαρύ πέπλο ακηδίας θολώνει το τοπίο της ματιάς μας, και μονολογούμε, “πάει τελείωσε, καταστράφηκα».

Στη διάρκεια της συνεδρίας αναρωτήθηκα όμως. Είσαστε μόνο αυτό; Δε μπορεί να είσαστε μόνο η θλίψη και το σκοτάδι σας. Είσαστε και φως και χαρά και ομορφιά. Δεν δάκρυσαν μόνο τα μάτια σας, αλλά γέλασαν και έλαμψαν πολλές φορές. Και να προβληματιστούμε με το γκράφιτι: «Άσε την ζωή που κάνεις και ψάξε την ζωή που χάνεις…»

Όταν από μικρός έχεις μάθει να ζεις στην ηδονή της γκρίνιας, τότε όλο τον κόσμο να σου χαρίσουν εσύ πάλι θα διαμαρτύρεσαι για την μαύρη σου την μοίρα.

Τα σημερινά νήπια λοιπόν, μπορεί και να είναι τυχερά, υπό κάποιες συνθήκες, που μεγαλώνουν σε συνθήκες κρίσης! Δε θα έχουν το περιθώριο, ως ενήλικες, να μην είναι δημιουργικοί, εφευρετικοί και ευφάνταστοι, άρα ερωτεύσιμοι και ερωτικοί. Ενδεχομένως να μην χάσουν το παρόν τους, όσο μεγαλώνουν, μένοντας στην ασφάλεια του παρελθόντος ή περιμένοντας να έρθει να τους βρει κάποτε ένα όμορφο μέλλον.

Οι Κινέζοι χρησιμοποιούν για την έννοια της κρίσης ακριβώς το ίδιο ιδεόγραμμα που χρησιμοποιούν και για την έννοια της ευκαιρίας. Τόσο από συμβολική, όσο κι από πραγματική σκοπιά, αυτή η ταύτιση είναι απόλυτα αληθινή.

Αυτό που κανείς δεν μπορεί να μας αφαιρέσει και αφορά τη δική μας ελευθερία, είναι η στάση που θα κρατήσουμε και το πώς θα αντιμετωπίσουμε τις δυσκολίες. Με άλλα λόγια τις δυσκολίες μας δεν μπορούμε να τις επιλέξουμε, την επιλογή της στάσης όμως που θα κρατήσουμε, ως προς αυτές, μπορούμε να την επιλέγουμε μόνο εμείς.

Η ελληνική κοινωνία σιγά, σιγά  ανακτά τα ξεχασμένα ανακλαστικά της αλληλεγγύης, της συλλογικότητας και της προτεραιότητας στη αξία του κοινού καλού. Το πιο ισχυρό αντίδοτο στην κρίση είναι να διδάξουμε στα παιδιά μας το σεβασμό στην αξία του ανθρώπου. Ας τους μιλήσουμε για την κοινωνική προσφορά και την αλληλο-υποστήριξη, προκειμένου να μην καταρρακωθεί η εμπιστοσύνη τους στον ανθρώπινο παράγοντα. Αυτό θα τα κάνει να νιώσουν πιο ασφαλή και πιο δυνατά. Άλλωστε « η ευτυχία είναι το μόνο πράγμα που διπλασιάζεται, όταν το μοιράζεσαι».

Θα ήθελα να κλείσω, αφού σας ευχαριστήσω για την προσοχή σας, με μία συγκλονιστική ιστορία για τον Γιάννη Τσαρούχη, που γέρος πλέον και βαριά άρρωστος μια χειμωνιάτικη ημέρα, θέλησε να βγει έξω από το σπίτι του για έναν περίπατο. Η κυρία που είχε αναλάβει την περιποίηση και φροντίδα του, με απορία και αγωνία τον ρώτησε: «Μα πού πάτε κ. Τσαρούχη με τέτοιο καιρό; Να πεθάνετε θέλετε;» κι εκείνος με αφοπλιστική απόφαση για ζωή απάντησε «και για να μην πεθάνω, να μην ζήσω;»

 

Εισήγηση στην επιμορφωτική ημερίδα Νηπιαγωγών δημοσίων και ιδιωτικών νηπιαγωγείων 2ης Περιφέρειας Προσχολικής Αγωγής Αττικής.