Πώς συζητά με το γιο του για το Πάσχα ένας άθεος γονιός; Τι πληροφορίες μεταφέρει για το θεσμό της αστυνομίας ή του στρατού στην κόρη του ένας πατέρας που ανήκει στον αναρχικό χώρο;

 

Όλοι έχουμε πεποιθήσεις κι αντιλήψεις για τα βασικά δεδομένα της ζωής και της καθημερινότητας. Σε πολιτικό, θρησκευτικό, κομματικό, φιλοσοφικό, υπαρξιακό… επίπεδο, υπερασπιζόμαστε τις απόψεις μας κι επιχειρηματολογούμε υπέρ αυτών.

Αυτή η πολυφωνία πεποιθήσεων δείχνει, σε μία επιφανειακή οπτική, να αποτελεί πρόβλημα στην κοινωνική συνοχή και να προκαλεί διασπαστικές συνέπειες στην επικοινωνία των ανθρώπων. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει και η διαφορετικότητα στη θεώρηση των πραγμάτων δημιουργεί αντιθέτως πλούτο και ομορφιά στην καθημερινότητά μας.

Το πρόβλημα ξεκινά, όταν κυριαρχεί ο φανατισμός και η εμμονή στην ορθότητα αποκλειστικά της δικής μας άποψης. Απορρίπτεται έτσι κάθε διαφορετική πεποίθηση και η αντίθετη στάση αποτελεί κίνδυνο και συνεπώς πρέπει να εξαφανιστεί.

Στο σημείο αυτό τίθεται καίριο το ερώτημα: πώς μιλάμε στα παιδιά για κοινωνικά ζητήματα, για θεσμούς και ιδεολογίες, για θρησκευτικές και φιλοσοφικές αντιλήψεις, στις οποίες οι άνθρωποι συχνά διαφωνούν μεταξύ τους και υπάρχει αμηχανία στην περιγραφή τους;

Πώς συζητά με το γιο του για το Πάσχα ένας άθεος γονιός; Τι πληροφορίες μεταφέρει για το θεσμό της αστυνομίας ή του στρατού στην κόρη του ένας πατέρας, που ανήκει στον αναρχικό χώρο; Πώς περιγράφει τον κομμουνισμό ή τον καπιταλισμό κάποιος με ακραίες πολιτικές πεποιθήσεις. Ποια στοιχεία θα μεταφέρει ένας βαθιά θρησκευόμενος άνθρωπος για την ομοφυλοφιλία και με τι διάθεση θα το συζητήσει; Και τέλος, τι στάση οφείλει να κρατήσει μία μητέρα προς τα παιδιά της έναντι του προσφυγικού ζητήματος, τη στιγμή που η ίδια ασπάζεται ρατσιστικές απόψεις;

Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά φαντάζει δύσκολη και πολύπλοκη. Ωστόσο η λύση οφείλει να είναι απλή κι αυτονόητη. Όπως κάθε παιδί έχει δικαίωμα στη ζωή, την οικογένεια, την υγεία, την εκπαίδευση, την προστασία, ομοίως έχει δικαίωμα αναφαίρετο στην ελευθερία της έκφρασης και της γνώμης, στην ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας, στην ελευθερία του να επιλέγει τις δικές του απόψεις και να έχει πρόσβαση στην πληροφορία.

Μας δυσκολεύει η συζήτηση για το Θεό, την αστυνομία, τον κομμουνισμό, την ομοφυλοφιλία, γιατί δεν αντέχουμε οι ίδιοι να συζητήσουμε γόνιμα και να είμαστε ευέλικτοι. Εκφράζουμε σε τέτοιες περιπτώσεις τη δική μας δυσκολία να διαχειριστούμε και να ανεχθούμε την αντίθετη άποψη, δεν μπορούμε να αποδεχθούμε τη διαφορετικότητα, αποδεικνυόμαστε κατώτεροι των περιστάσεων. Και η αμήχανη συζήτηση για τέτοια θέματα με τα παιδιά καθρεπτίζει μοιραία τις δικές εμμονές και τα δικά μας αδιέξοδα στη σκέψη. Η εσωτερική ελευθερία πάντοτε διευκολύνει και παράγει διεξόδους σε ανάλογες συνθήκες εμπλοκής.

Συνεπώς, η απόφαση πολλών γονέων ή και θεσμών, όπως η εκπαίδευση, μίας μονομερούς και διαστρεβλωμένης ενημέρωσης των νέων ανθρώπων, μέσα από καλλιέργεια φανατισμού και αντιπαλότητας, αντί να ενθαρρύνει, ουσιαστικά περιορίζει ή αποτρέπει την ελεύθερη ενημέρωση κι έκφραση των παιδιών.

Με πράξεις, απαγορεύσεις και παραλείψεις συχνά δυσκολεύουμε τα παιδιά να εκφράσουν και να υπερασπιστούν την άποψή τους.  Κι αν τους δώσουμε την ευκαιρία να την εκφράσουν, δεν την αφουγκραζόμαστε, δεν τη σεβόμαστε με όρους ισοτιμίας. Κρυβόμαστε πίσω από την ψευδαίσθηση ότι τα παιδιά δεν είναι ακόμα αυτόνομες προσωπικότητες και η άποψή τους δεν έχει βαρύτητα ή δεν δικαιούνται να έχουν γνώμη γιατί «είναι παιδιά και δεν ξέρουν».

Η τακτική αυτή, ασφαλώς οδηγεί σε αντίθετα αποτελέσματα και τα παιδιά αντιλαμβάνονται το φανατισμό των μεγαλύτερων κι αντιδρούν σε όσα με εμμονή τους δίνονται, ως «μοναδική αλήθεια». Τα παιδιά διαμορφώνονται ως πολίτες μέσα από τη μίμηση του περιβάλλοντος στο οποίο αναπτύσσονται (οικογένεια, σχολείο, κοινωνία).

Πρέπει λοιπόν, το περιβάλλον των ενηλίκων να ενθαρρύνει την έκφραση της γνώμης τους.Προηγείται όμως η ελεύθερη σκέψη και ο σεβασμός από τους γονείς κι εκπαιδευτικούς.

Συνοψίζοντας, η δυσκολία και η αμηχανία να μιλήσουμε στα παιδιά για τέτοια «δύσκολα» ζητήματα οφείλεται στη δική μας ακαμψία και στην απουσία σεβασμού στην άποψη του «άλλου». Η κατεύθυνση σε αυτές τις περιπτώσεις οφείλει να είναι η πλήρης κι έγκυρη ενημέρωση του νέου ανθρώπου, παράλληλα με την έκφραση των δικών μας αντιλήψεων και πεποιθήσεων.

Ας μη λησμονούμε, ως υπεύθυνοι ενήλικες, πως η ελευθερία της έκφρασης δεν υπόκειται στις επιλογές και τις επιθυμίες των γονέων. Η συνεννόηση και ο σεβασμός των διιστάμενων απόψεων ενδυναμώνει την κριτική σκέψη των νέων κι άρα τη δημοκρατική κοινωνία.

Συνεπώς μιλάμε ανοικτά στα παιδιά για τις πεποιθήσεις κι απόψεις μας, αλλά δεν παραλείπουμε να τους προσφέρουμε ευκαιρίες σφαιρικής ενημέρωσης. Είμαστε δεκτικοί σε συζήτηση, δεχόμαστε τη διαφορετική άποψη, δεν υποτιμούμε ή προσβάλλουμε και υπερασπιζόμαστε έμπρακτα την ελευθερία στην έκφραση.